συριγγόποδες

συριγγόποδες
σῡριγγό-ποδες στίχοι, prob. cj. for συρόποδες (=
A fistulares versus) in Diom.p.498 K.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συριγγόποδες — οἱ, Α (ενν. στίχοι) πιθ. στίχοι που ελαττώνονται βαθμιαία ως προς το μήκος όπως οι αυλοί τής σύριγγας, τού αυλού τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἰμαντό πους] …   Dictionary of Greek

  • συρόποδες — οί, Α φρ. «συρόποδες στίχοι» πιθ. αντί συριγγόποδες*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε συριγγόποδες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”